Σήμερα εορτάζουμε...
Image

40

Η Ορ­γά­νω­ση των «Χι­λια­στών» ή «Μαρ­τύ­ρων του Ι­ε­χω­βά» ή της «Ε­ται­ρεί­ας "Σκο­πιά"» -ό­πως εί­ναι γνω­στοί και α­πό το πε­ρι­ο­δι­κό «Σκο­πιά» που δι­α­κι­νούν- γνώ­ρι­σε στη διά­ρκεια τής ι­στο­ρί­ας της ου­σι­α­στι­κές αλ­λα­γές στις δο­ξα­σί­ες της, στην ορ­γα­νω­τι­κή της δο­μή, στις πρα­κτι­κές και στους στό­χους της.

Ο­ρι­σμέ­νοι το­πο­θε­τούν την Ορ­γά­νω­ση αυ­τή σαν μια α­κό­μη αί­ρε­ση στον ευ­ρύ­τε­ρο προ­τε­σταν­τι­κό χώ­ρο. Δεν πρό­κει­ται ό­μως για μί­α α­μι­γώς «κα­θα­ρή» θρη­σκεί­α, αλ­λά για μια πο­λυ­ε­θνι­κή, εμ­πο­ρι­κή, με­το­χι­κή ε­ται­ρεί­α, με τον τί­τλο: «Βι­βλι­κή και Φυλ­λα­δι­κή Ε­ται­ρί­α Σκο­πιά της Νέ­ας Υ­όρ­κης» (W­a­t­c­h­t­o­w­er B­i­b­le a­nd T­r­a­ct S­o­c­i­e­ty of N­ew Y­o­rk, I­nc.­), που ι­δρύ­θη­κε το 1909 και η έ­δρα της βρί­σκε­ται στο Μπρού­κλιν της Νέ­ας Υ­όρ­κης, με πα­ραρ­τή­μα­τα σε ό­λο τον κό­σμο.

Ξε­κί­νη­σε το 1879 ως ι­δι­ω­τι­κή ε­πι­χεί­ρη­ση του Κα­ρό­λου Ρώσ­σελ, με­τα­βλή­θη­κε το 1884 σε με­το­χι­κή ε­ται­ρί­α, έ­γι­νε θρη­σκευ­τι­κή αί­ρε­ση, οι­κο­δο­μή­θη­κε σε «θε­ο­κρα­τί­α» ή κα­λύ­τε­ρα σε δι­κτα­το­ρί­α και σε «μό­νη νό­μι­μη κυ­βέρ­νη­ση σ' ό­λη τη γη».

Α­πό τό­τε και ως σή­με­ρα εκ­δί­δει τα πε­ρι­ο­δι­κά «ΣΚΟ­ΠΙΑ» και «ΞΥ­ΠΝΑ», με τα ο­ποί­α δι­α­δί­δει σε ό­λο τον κό­σμο τις χον­δρο­κομ­μέ­νες πλά­νες της, συ­νο­ψί­ζον­τας ό­λες τις αν­τι­χρι­στι­α­νι­κές αι­ρε­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες του πα­ρελ­θόν­τος. Σύμ­φω­να με την ορ­γά­νω­ση, η τυ­φλή πί­στη στις δο­ξα­σί­ες της και η προ­ώ­θη­ση των εκ­δο­τι­κών προ­ϊ­όν­των της, εί­ναι η «α­λη­θι­νή λα­τρεί­α του Ι­ε­χω­βά». Οι ο­πα­δοί ο­νο­μά­ζον­ται «Μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά» κι α­κό­μη: «Χι­λια­στές», α­πό τη δο­ξα­σί­α τους, της δή­θεν «χι­λι­ε­τούς βα­σι­λεί­ας του Χρι­στού στη γη». Στην αρ­χή ο­νο­μά­ζον­ταν «Σπου­δα­στές των Γρα­φών».

Σύμ­φω­να με τις αρ­χές της ε­ται­ρεί­ας, ο Ι­ε­χω­βά κά­νει το θέ­λη­μά του γνω­στό στους αν­θρώ­πους μέ­σω της ε­ται­ρεί­ας «Σκο­πιά». Κα­τά συ­νέ­πεια, άρ­νη­ση των δο­ξα­σι­ών της ε­ται­ρεί­ας ση­μαί­νει για τους ο­πα­δούς, άρ­νη­ση του θε­λή­μα­τος του Θε­ού. Δεν ε­ξη­γούν, ό­μως, πώς εί­ναι δυ­να­τόν να εν­τάσ­σον­ται στο θέ­λη­μα του Θε­ού, οι ρι­ζι­κές α­να­θε­ω­ρή­σεις των δο­ξα­σι­ών της και οι πα­τα­γω­δώς δι­α­ψευ­σμέ­νες προ­φη­τεί­ες της;

Έ­χουν ο­ρί­σει πάμ­πολ­λες συγ­κε­κρι­μέ­νες χρο­νο­λο­γί­ες ό­τι θα ερ­χό­ταν το τέ­λος του κό­σμου, και η «έ­ναρ­ξη της εγ­κό­σμιας βα­σι­λεί­ας του Χρι­στού» και δι­α­ψεύ­στη­καν οι­κτρά. Για να δι­και­ο­λο­γη­θούν, πρό­βαλ­λαν κα­τά και­ρούς δι­ά­φο­ρες α­φε­λείς δι­και­ο­λο­γί­ες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δι­και­ο­λο­γί­α εί­ναι, πως το 1914 έ­γι­νε η Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α, «α­ο­ρά­τως», κα­κο­ποι­ών­τας την Α­γί­α Γρα­φή, η ο­ποί­α μας βε­βαι­ώ­νει, σε πολ­λά χω­ρί­α της, ό­τι το φο­βε­ρό ε­κεί­νο γε­γο­νός θα εί­ναι ο­ρα­τό α­πό ό­λη την αν­θρω­πό­τη­τα και θα συν­τα­ρά­ξει ο­λό­κλη­ρη τη δη­μι­ουρ­γί­α.

Ό­πως αλ­λά­ζουν κα­τά και­ρούς τις δο­ξα­σί­ες τους, αλ­λά­ζουν και ο­νό­μα­τα, για την ε­ξα­πά­τη­ση των α­φε­λών. Τε­λευ­ταί­α θέ­λουν να ο­νο­μά­ζον­ται «Χρι­στια­νοί», πα­ρ’ ό­λο που στο πα­ρελ­θόν θε­ω­ρού­σαν «το ό­νο­μα Χρι­στια­νός δυ­σώ­δες» (Σκο­πιά, 1962, σ. 143).

Το υ­περ­τι­μη­μέ­νο ό­μως ό­νο­μα του Χρι­στού το φέ­ρουν ό­σοι πι­στεύ­ουν στη Θε­ό­τη­τά Του και ό­χι ό­σοι την αρ­νούν­ται, δι­ό­τι οι «Μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά» αρ­νούν­ται στη Θε­ό­τη­τά του Χρι­στού, ά­ρα θε­ω­ρούν­ται «αρ­νη­τές του Χρι­στού, αν­τί­χρι­στοι» κα­τά την Α­γί­α Γρα­φή (Α΄ Ι­ω­άν. 5, 20 και Β΄ Ι­ω­άν. 9).

Ό­χι μό­νο δε μπο­ρούν να χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται «Χρι­στια­νοί», πολ­λώ δε μάλ­λον δε μπο­ρούν να ο­νο­μά­ζον­ται Χρι­στια­νοί. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι μοιά­ζουν μάλ­λον πε­ρισ­σό­τε­ρο με τους μω­α­με­θα­νούς. Μια προ­σε­κτι­κή με­λέ­τη των δο­ξα­σι­ών τους α­πο­δει­κνύ­ει τις πε­ρί Θε­ού, Ι­η­σού Χρι­στού και Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος δι­δα­σκα­λί­ες τους σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες με των μω­α­με­θα­νών. Το ί­διο ταυ­τό­ση­μες εί­ναι και οι πε­ρί «σω­τη­ρί­ας» -υ­πο­τα­γή στο θέ­λη­μα του Θε­ού-, οι πε­ρί ο υ­λι­κού πα­ρα­δεί­σου κ.λ.π.

Πρό­κει­ται ε­πί­σης για ά­κρως ρα­τσι­στι­κή ορ­γά­νω­ση, για­τί δι­α­χω­ρί­ζει τα μέ­λη της, τον «πο­λύ ό­χλο» -τους «δού­λους της Βα­σι­λεί­ας»­-, δη­λα­δή τους ο­πα­δούς της, α­πό τους «χρι­σμέ­νους α­πό το πνεύ­μα», α­πό τους ο­ποί­ους προ­έρ­χε­ται και το «Κυ­βερ­νών Σώ­μα». Για μεν τους δεύ­τε­ρους «προ­ο­ρί­ζει» η ορ­γά­νω­ση την «ου­ρά­νια δι­α­κυ­βέρ­νη­ση», για δε τους πρώ­τους την «αι­ώ­νια εγ­κα­τοί­κη­ση στη γη», την ο­ποί­α θα «α­πο­κτή­σουν» με την τυ­φλή και ά­κρι­τη υ­πο­τα­γή στους δεύ­τε­ρους. Στα πε­ρι­ο­δι­κά τους α­να­φέ­ρουν πως ό­σοι δεν εί­ναι υ­πο­ταγ­μέ­νοι στο θέ­λη­μα της ε­ται­ρεί­ας, δεν εί­ναι «Μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά». Ό­ταν δε «σύν­το­μα» θα γί­νει ο Αρ­μα­γεδ­δών, αυ­τοί θα σφα­χτούν και οι «Μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά» θα πλύ­νουν τα πό­δια τους στο αί­μα των μη Χι­λια­στών («Σκο­πιά», 1968, σ. 83). Αυ­τή η προσ­δο­κί­α τους εί­ναι έ­να μι­κρό δείγ­μα του μί­σους, που κρύ­βουν στην ψυ­χή τους για τους μη ο­πα­δούς της ε­ται­ρεί­ας, και μια α­πό­δει­ξη του προ­σω­πεί­ου της «α­γά­πης», που «φο­ρούν» ό­ταν κά­νουν προ­ση­λυ­τι­σμό.

Συ­νο­ψί­ζον­τας, δεν πρό­κει­ται για θρη­σκεί­α, αλ­λά για εμ­πο­ρι­κή ε­ται­ρεί­α, η ο­ποί­α εμ­πο­ρεύ­ε­ται έν­τυ­πα της δι­κής της εμ­πνεύ­σε­ως. Οι δε ο­πα­δοί της πρέ­πει να θε­ω­ρη­θούν ά­μι­σθοι υ­πάλ­λη­λοι της ε­ται­ρεί­ας. Για να μπο­ρεί να τους ε­λέγ­χει, α­σκεί ι­σχυ­ρό­τα­το και με­θο­δευ­μέ­νο ψυ­χο­λο­γι­κό ε­ξα­ναγ­κα­σμό, με το ψευ­δές δί­λημ­μα: μέ­νον­τας στην ε­ται­ρεί­α και δου­λεύ­ον­τας γι’ αυ­τήν σώ­ζε­σαι κα­τά την «κα­τα­στρο­φή του Αρ­μα­γεδ­δώ­να», φεύ­γον­τας α­πό αυ­τή χά­νε­σαι.

Τι δι­δά­σκουν οι «Μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά»

Οι ο­πα­δοί της «Ε­ται­ρεί­ας "Σκο­πιά"» έ­χουν α­πορ­ρί­ψει ο­λό­κλη­ρο το χρι­στι­α­νι­κό οι­κο­δό­μη­μα και έ­χουν υι­ο­θε­τή­σει ό­λες τις αι­ρέ­σεις, που κα­τα­δί­κα­σε στο διά­βα των αι­ώ­νων η Εκ­κλη­σί­α μας. Ας δού­με με­ρι­κές α­πό τις πλά­νες τους:

Αρ­νούν­ται με βδε­λυγ­μί­α το δόγ­μα της Α­γί­ας Τριά­δος, το ο­ποί­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ως τη «χει­ρό­τε­ρη σα­τα­νι­κή πλά­νη». Θε­ός εί­ναι μό­νο ο Πα­τέ­ρας, τον ο­ποί­ο ο­νο­μά­ζουν Ι­ε­χω­βά. Αυ­τό α­πο­τε­λεί α­να­βί­ω­ση πα­λαι­ών αι­ρέ­σε­ων: Μο­ναρ­χι­α­νι­σμού, Α­ρει­α­νι­σμού, Νε­στο­ρι­α­νι­σμού, αλ­λά και τη δι­δα­σκα­λί­α του Μω­α­με­θα­νι­σμού, του Ι­ου­δα­ϊ­σμού, κ.ά.­).

Αρ­νούν­ται την κα­τ' ε­πα­νά­λη­ψη βε­βαι­ω­μέ­νη θε­ό­τη­τα του Χρι­στού μας α­πό την ί­δια την Α­γί­α Γρα­φή. Τον χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ως το «πρώ­το κτί­σμα του Θε­ού», «α­δελ­φό των αγ­γέ­λων» κι αυ­τού α­κό­μα του Σα­τα­νά. Γεν­νή­θη­κε και έ­ζη­σε, κα­τ' αυ­τούς, ως άν­θρω­πος μό­νον. Πέ­θα­νε και εκ­μη­δε­νί­στη­κε στον τά­φο και στη θέ­ση του ο Θε­ός «α­νά­στη­σε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό ον», το ο­ποί­ο ταυ­τί­ζουν με τον αρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ. Ευ­νό­η­το εί­ναι ό­τι η πλά­νη τους αυ­τή υ­πο­δει­κνύ­ει τον «αν­τί­χρι­στο» (Α΄ Ι­ω­άν. 2, 18). Και πά­λι αυ­τό συ­νι­στά α­να­βί­ω­ση των αι­ρέ­σε­ων που α­να­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω.

Αρ­νούν­ται τη θε­ό­τη­τα του Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, κα­θώς και την προ­σω­πι­κή Του υ­πό­στα­ση, θε­ω­ρών­τας Το ως «α­πρό­σω­πη δύ­να­μη του Θε­ού» -α­να­βί­ω­ση των αι­ρέ­σε­ων: πνευ­μα­το­μά­χων, α­ρεια­νών και της δι­δα­σκα­λί­ας Μω­α­με­θα­νι­σμού, Ι­ου­δα­ϊ­σμού κ.ά.­).

Αρ­νούν­ται τη φύ­ση της Εκ­κλη­σί­ας και τη δυ­να­τό­τη­τα να γί­νουν μέ­λη Της ό­λοι οι άν­θρω­ποι, πα­ρά μό­νο οι «144.000 κε­χρι­σμέ­νοι» -οι α­να­φε­ρό­με­νοι στο Βι­βλί­ο της Α­πο­κά­λυ­ψης. Τη θέ­ση της ε­πί γης Εκ­κλη­σί­ας πή­ρε γι’ αυ­τούς η εμ­πο­ρι­κή ε­ται­ρεί­α «Σκο­πιά», στην ο­ποί­α ο­φεί­λουν να εν­τα­χθούν οι «δού­λοι της βα­σι­λεί­ας» -και­νο­φα­νής πα­ρά­ξε­νη δο­ξα­σί­α.

Αρ­νούν­ται την α­θα­να­σί­α της ψυ­χής και ως συ­νέ­πεια την κό­λα­ση των α­μαρ­τω­λών. Με το θά­να­το οι άν­θρω­ποι εκ­μη­δε­νί­ζον­ται ό­πως τα ζώ­α -α­να­βί­ω­ση της αί­ρε­σης των θνη­το­ψυ­χη­τών.

Αρ­νούν­ται να τι­μή­σουν την Πα­να­γί­α ως Θε­ο­τό­κο -α­φού ο Χρι­στός δεν ή­ταν κα­τ' αυ­τούς Θε­ός- και ως Α­ει­πάρ­θε­νο -α­να­βί­ω­ση της αί­ρε­σης των Παυ­λι­κια­νών, των Κα­θα­ρών, των Βο­γο­μί­λων, κ.ά.­).

Αρ­νούν­ται να τι­μή­σουν τους Α­γί­ους και την πρε­σβεί­α τους στο Θε­ό. Αρ­νούν­ται την τι­μή των Ι­ε­ρών Λει­ψά­νων, Ι­ε­ρών Ει­κό­νων κ.λ.π. ως δή­θεν ει­δω­λο­λα­τρί­α, α­κο­λου­θών­τας τους αι­ρε­τι­κούς προ­τε­στάν­τες.

Υ­βρί­ζουν τον Τί­μιο Σταυ­ρό και φρίτ­τουν στη θέ­α του -πα­ρ’ ό­λο που το πε­ρι­ο­δι­κό «Σκο­πιά» τον εί­χε ως έμ­βλη­μά του μέ­χρι το 1931-, θε­ω­ρών­τας τον σή­με­ρα ως όρ­γα­νο εγ­κλή­μα­τος.

Πώς να αν­τι­δρού­με

Εί­ναι γνω­στό σε ό­λους ό­τι οι ο­πα­δοί της ε­ται­ρεί­ας «Σκο­πιά» α­σκούν πι­ε­στι­κό προ­ση­λυ­τι­σμό. Χρη­σι­μο­ποι­ούν με­ρι­κά ε­δά­φια α­πό την Α­γί­α Γρα­φή, προ­κει­μέ­νου να στη­ρί­ξουν τις δο­ξα­σί­ες της ε­ται­ρεί­ας και να εν­τυ­πω­σιά­σουν τους α­φε­λείς. Εί­ναι υ­παρ­κτός ο κίν­δυ­νος να πα­ρα­συρ­θεί ό­ποι­ος α­πό ε­μάς δε γνω­ρί­ζει κα­λά την Α­γί­α Γρα­φή και την ορ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α. Ε­πί­σης υ­πάρ­χει το εν­δε­χό­με­νο σε συ­νο­μι­λί­α μα­ζί τους, δι­κή μας α­δυ­να­μί­α να με­τα­φρα­στεί ως α­δυ­να­μί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας να δώ­σει πει­στι­κή α­πάν­τη­ση στις κα­κο­δο­ξί­ες της ορ­γά­νω­σής τους και να σπρώ­ξει βα­θύ­τε­ρα στην πλά­νη τους πλα­νε­μέ­νους συ­νο­μι­λη­τές μας. Γι’ αυ­τό εί­ναι α­πα­ραί­τη­το ό­σοι δεν έ­χου­με την α­πα­ραί­τη­τη κα­τάρ­τι­ση και ε­νη­μέ­ρω­ση για τις κα­κο­δο­ξί­ες της να τους δη­λώ­νου­με με ευ­γέ­νεια ό­τι δεν ε­πι­θυ­μού­με κα­μιά συ­νο­μι­λί­α μα­ζί τους και ε­πί­σκε­ψη. Το μό­νο που μπο­ρού­με να τους βε­βαι­ώ­σου­με εί­ναι η πί­στη μας και η εμ­πι­στο­σύ­νη μας στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η Ο­ποί­α εί­ναι η μό­νη που έ­χει ι­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια δύ­ο χι­λιά­δων ε­τών έ­ως σή­με­ρα. Ε­πί­σης μπο­ρού­με να τους πού­με ό­τι ε­μείς με­λε­τού­με την Α­γί­α Γρα­φή, της ο­ποί­ας η Εκ­κλη­σί­α συγ­κρό­τη­σε τον κα­νό­να και την δι­α­τή­ρη­σε α­πα­ρα­χά­ρα­κτη δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια. Αυ­τή, την Εκ­κλη­σί­α, την ο­ποί­α υ­βρί­ζουν οι χι­λια­στές ως «πόρ­νη Βα­βυ­λώ­να». Μέ­σα στην Εκ­κλη­σί­α βρή­καν την Α­γί­α Γρα­φή οι χι­λια­στές, χί­λια εν­νι­α­κό­σια χρό­νια με­τά, για να την κα­κο­ποι­ή­σουν, με τις δι­κές τους κα­κό­βου­λες με­τα­φρά­σεις και πα­ρα­ποι­ή­σεις. Ο­ποι­α­δή­πο­τε ά­σχη­μη συμ­πε­ρι­φο­ρά α­πό μέ­ρους μας προς τους χι­λια­στές και προς ό­λους τους αι­ρε­τι­κούς, εί­ναι ό­χι μό­νο α­νε­πί­τρε­πτη α­πό το ορ­θό­δο­ξο ή­θος μας, αλ­λά ε­πι­τεί­νει τον φα­να­τι­σμό των αι­ρε­τι­κών και το ζή­λο τους, δι­ό­τι τους κα­θι­στά «μάρ­τυ­ρες» της δρά­σης τους.

Ποι­ο εί­ναι το χρέ­ος μας

Ως συ­νει­δη­τοί ορ­θό­δο­ξοι πι­στοί έ­χου­με χρέ­ος να α­γα­πά­με ό­λους τους αν­θρώ­πους, ε­πο­μέ­νως και τους αι­ρε­τι­κούς. Να δεί­χνου­με έμ­πρα­κτα την α­γά­πη μας και προς τους πλα­νε­μέ­νους α­δελ­φούς μας και να τους θε­ω­ρού­με ως θύ­μα­τα του πο­νη­ρού. Οι Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας μας μάς συμ­βου­λεύ­ουν να α­γα­πά­με τους πλα­νε­μέ­νους και να μι­σού­με την πλά­νη, η ο­ποί­α εί­ναι του δι­α­βό­λου, για να α­πο­σπά­σει α­πό την Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού τα πρό­σω­πα και να τους στε­ρή­σει τη σω­τη­ρί­α. Η α­γά­πη μας προς τους αι­ρε­τι­κούς δε ση­μαί­νει ό­τι μας υ­πο­χρε­ώ­νει αν κά­νου­με έκ­πτω­ση στην πί­στη μας.

Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με πως η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α μας εί­ναι η Μί­α Εκ­κλη­σί­α που ί­δρυ­σε ο Χρι­στός. Έ­χει ι­στο­ρί­α και ζω­ή 2000 ε­τών και εί­ναι Ε­κεί­νη για την ο­ποί­α υ­πο­σχέ­θη­κε και δι­α­βε­βαί­ω­σε ο Κύ­ριος ό­τι «Πύ­λαι ά­δου ου κα­τι­σχύ­σου­σιν αυ­τής» (Ματθ. 16, 18). Δεν σφά­λει η Εκ­κλη­σί­α δι­ό­τι το Πα­νά­γιο Πνεύ­μα που υ­πάρ­χει σ’ Αυ­τήν, Την ο­δη­γεί «εις πά­σαν την α­λή­θειαν» (Ι­ω­άν. 16, 13). Δεν κη­λι­δώ­νε­ται α­πό τί­πο­τε και α­πό κα­νέ­ναν δι­ό­τι εί­ναι το ί­διο το Σώ­μα του Χρι­στού, ε­φό­σον «ο Χρι­στός η­γά­πη­σε την εκ­κλη­σί­αν και ε­αυ­τόν πα­ρέ­δω­κεν υ­πέρ αυ­τής, ί­να αυ­τήν α­γιά­ση κα­θα­ρί­σας τω λου­τρώ του ύ­δα­τος εν ρή­μα­τι, ί­να πα­ρα­στή­ση αυ­τήν ε­αυ­τώ έν­δο­ξον την εκ­κλη­σί­αν, μη έ­χου­σαν σπί­λον η ρυ­τί­δα ή­τι των τοι­ού­των, αλ­λ’ ί­να η α­γί­α και ά­μω­μος» (Εφ. 5, 25-27). Κα­τά συ­νέ­πεια η προ­σπά­θεια των χι­λια­στών με­τά α­πό 1900 χρό­νια να συ­κο­φαν­τή­σουν την Εκ­κλη­σί­α του Χρι­στού ως «πόρ­νη Βα­βυ­λώ­να» και να την αν­τι­κα­τα­στή­σουν με μια εμ­πο­ρι­κή ε­ται­ρεί­α, α­πο­τε­λεί φρι­κτή ύ­βρη κα­τά του Ι­δί­ου του Χρι­στού, ο Ο­ποί­ος, κα­τ’ αυ­τούς, α­θέ­τη­σε τους λό­γους Του, ά­φη­σε την Εκ­κλη­σί­α Του να γί­νει «πόρ­νη» και «βύ­θι­σε» τον κό­σμο στο σκο­τά­δι, μέ­χρι που ο αρ­χη­γός αυ­τής της αί­ρε­σης «έ­φε­ρε» ξα­νά το «ζω­η­ρό­τε­ρο φως», μέ­σω της ε­πι­χεί­ρη­σής του. Δεν υ­πάρ­χει φρι­κτό­τε­ρη ύ­βρη κα­τά του Χρι­στού και της Εκ­κλη­σί­ας Του, η αν­τι­κα­τά­στα­σή Της α­πό το δι­οι­κη­τι­κό συμ­βού­λιο μια εμ­πο­ρι­κής ε­ται­ρεί­ας.

Κα­λού­με τέ­λος τους α­δελ­φούς μας, τους πλα­νε­μέ­νους ο­πα­δούς της ορ­γά­νω­σης να μην αρ­κούν­ται στις ψευ­δό­χρι­στες δο­ξα­σί­ες της και να ψά­ξουν κι αλ­λού να βρουν την α­λή­θεια. Να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ό­τι εν­δε­χο­μέ­νως οι ψευ­δό­χρι­στοι και ψευ­δο­προ­φή­τες της ορ­γά­νω­σης να εί­ναι οι πλά­νοι των ε­σχά­των και­ρών «για να πλα­νή­σουν ει δυ­να­τόν και τους ε­κλε­κτούς» (Ματθ. 24, 24). Η Εκ­κλη­σί­α μας τους πε­ρι­μέ­νει με α­γά­πη για να τους βο­η­θή­σει να ξα­να­βρούν την α­λη­θι­νή Πί­στη, που πα­ρέ­δω­σε ο Κύ­ριος «ή­τις ά­παξ πα­ρε­δό­θη εις τους α­γί­ους» (Ι­ουδ. 1, 3), δι­ό­τι Μό­νη Αυ­τή εί­ναι ο «στύ­λος και το ε­δραί­ω­μα της α­λη­θεί­ας» (Α΄ Τιμ. 3, 15).

Συ­νο­ψί­ζον­τας τα πα­ρα­πά­νω μπο­ρού­με α­βί­α­στα να δη­λώ­σου­με ό­τι η «αυ­το­βι­ο­γρα­φί­α» της Ορ­γά­νω­σης των «Μαρ­τύ­ρων του Ι­ε­χω­βά» εί­ναι γε­μά­τη α­πό νο­θεί­α, ι­στο­ρι­κή α­πά­τη και μι­σές α­λή­θει­ες. Σύ­στη­μα της Ορ­γά­νω­σης, η α­πό­κρυ­ψη των α­λη­θι­νών γε­γο­νό­των, που την α­πο­δει­κνύ­ουν «δού­λο» -ό­ρο που η ί­δια χρη­σι­μο­ποι­εί-, ε­παρ­μέ­νο, πο­νη­ρό και α­δί­στα­κτο, ο ο­ποί­ος με­τα­χει­ρί­ζε­ται κά­θε θε­μι­τό ή α­θέ­μι­το μέ­σον προ­κει­μέ­νου να πα­γι­δεύ­σει και να κρα­τή­σει αιχ­μα­λώ­τους α­νύ­πο­πτους πο­λί­τες.

Η Ορ­γά­νω­σης εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στή για τις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες «προ­φη­τεί­ες» της για το τέ­λος του κό­σμου, με τε­λευ­ταί­α την πρό­βλε­ψη ό­τι το τέ­λος θα ερ­χό­ταν το 1975. Φυ­σι­κά ό­λες οι «προ­φη­τεί­ες» της δι­α­ψεύ­στη­καν.

Εί­ναι ε­πί­σης γνω­στή για την άρ­νη­ση των ο­πα­δών της να στρα­τευ­τούν –ό­χι ε­πει­δή εί­ναι φι­λει­ρη­νι­κοί, αλ­λά ε­πει­δή «α­νή­κουν στο στρα­τό του Ι­ε­χω­βά» και ά­ρα δεν μπο­ρούν να α­νή­κουν σε δύ­ο αν­τί­πα­λους στρα­τούς-, ό­πως και για την άρ­νη­σή τους να κά­νουν με­τάγ­γι­ση αί­μα­τος, κά­τι που έ­χει ο­δη­γή­σει στο θά­να­το αρ­κε­τά α­πό τα μέ­λη της.

Η δι­δα­σκα­λί­α της «Σκο­πιάς» εί­ναι στα­θε­ρή μό­νο σε έ­να ση­μεί­ο: στο ό­τι ό,τι πει ο «δού­λος» -δη­λα­δή οι αρ­χη­γοί της ορ­γά­νω­σης- εί­ναι νό­μος, και δεν ε­πι­τρέ­πε­ται σε κα­νέ­ναν ο­πα­δό να το αμ­φι­σβη­τή­σει. Ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο αλ­λά­ζει, συ­χνά ο­λο­κλη­ρω­τι­κά. Έ­τσι μπο­ρεί κα­νείς να δι­α­πι­στώ­σει χα­ο­τι­κές αλ­λα­γές στη δι­δα­σκα­λί­α της σε σχέ­ση με το τι πί­στευ­ε προ­η­γου­μέ­νως. Οι ο­πα­δοί φυ­σι­κά α­πα­γο­ρεύ­ε­ται να προ­βλη­μα­τι­στούν για τις αλ­λα­γές αυ­τές, κα­θώς «αν­ταρ­σί­α ε­ναν­τί­ον του δού­λου εί­ναι αν­ταρ­σί­α ε­ναν­τί­ον του Ι­ε­χω­βά». Έ­τσι, έ­χουν μά­θει να α­πο­δέ­χον­ται ά­κρι­τα τα πάν­τα.

Η προ­σπά­θεια δι­α­λό­γου μα­ζί τους εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα δύ­σκο­λη -ό­πως ή­δη α­να­φέ­ρα­με- και συ­χνά ε­πι­κίν­δυ­νη, α­κό­μα και αν κα­νείς γνω­ρί­ζει σε βά­θος τη δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας. Αυ­τό συμ­βαί­νει για­τί οι ο­πα­δοί της «Σκο­πιάς» εκ­παι­δεύ­ον­ται ει­δι­κά στο πώς να ε­ξα­πα­τούν τους συ­νο­μι­λη­τές τους, και στο πώς να κα­τευ­θύ­νουν τη συ­ζή­τη­ση ό­πως αυ­τοί θέ­λουν –συ­χνά χω­ρίς καν να εί­ναι σε θέ­ση να κα­τα­λά­βουν ό­τι αυ­τό κά­νουν. Σε πε­ρι­πτώ­σεις λοι­πόν προ­σέγ­γι­σής μας α­πό «μάρ­τυ­ρες του Ι­ε­χω­βά» κα­λό εί­ναι να στα­μα­τά­με την ό­ποι­α συ­ζή­τη­ση θα προ­σπα­θή­σουν να ξε­κι­νή­σουν, λέ­γον­τας α­πλά και με α­γά­πη «εί­μα­στε Χρι­στια­νοί Ορ­θό­δο­ξοι, δεν εν­δι­α­φε­ρό­μα­στε».

Α­κό­μη, θα πρέ­πει να έ­χου­με την συ­ναί­σθη­ση ό­τι έ­χου­με α­πέ­ναν­τί μας πλά­σμα­τα του Θε­ού -αν και βα­θύ­τα­τα δι­α­βρω­μέ­να α­πό λαν­θα­σμέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες πε­ρί την πί­στη- που έ­χουν υ­πο­στεί «πλύ­ση εγ­κε­φά­λου». Θα πρέ­πει, συ­νε­πώς, να κα­τα­νο­ή­σου­με ό­τι δεν μι­λούν αυ­τοί, αλ­λά μέ­σω αυ­τών, μι­λά η «Ε­ται­ρεί­α "Σκο­πιά"­». Κι α­κό­μη θα πρέ­πει να κα­τα­νο­ή­σου­με ό­τι ως ορ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί δεν «μι­σού­με» τον αι­ρε­τι­κό, το πρό­σω­πο του ο­ποί­ου, ως ει­κό­να Θε­ού, σε­βό­με­θα δε­όν­τως, αλ­λά «μι­σού­με» την αί­ρε­ση και προ­σευ­χό­μα­στε για την σω­τη­ρί­α του αι­ρε­τι­κού και την α­πο­μά­κρυν­σή του α­πό την πλά­νη.

Έ­τσι, υ­πο­γραμ­μί­ζου­με ό­τι δεν στο­χεύ­ου­με στην προ­σβο­λή ή στην α­πο­μεί­ω­ση της τι­μής και της υ­πο­λή­ψε­ως των προ­σώ­πων αυ­τών, αλ­λά α­πό α­γά­πη κι­νού­με­νοι α­πο­φεύ­γου­με κά­θε ε­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους.

Στοιχεία ελήφθησαν κι από: http://archive.is/UkBWD

0
Shares
© Copyright 2025 Αντιαιρετική Προσπάθεια για την Προστασία της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης της Οικογένειας και του Ανθρωπίνου Προσώπου Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.

0
Shares