Κωνσταντίνος Ναυπλιώτης
“Ο ολοκληρωτικός Χριστός δε φάνηκε στη γην ακόμα. Η θεϊκά ανθρώπινη εικόνα του έχει ανάγκη να συμπληρωθεί”
Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τόμος A΄, σ. 37.
Για την σχέση του Άγγελου Σικελιανού με τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό υπάρχουν σαφείς αναφορές τόσο στα έργα του όσο και στην κοινωνική του δράση. Είναι γνωστό -από τον Καζαντζάκη -το περιστατικό που προσπάθησε να αναστήσει τον νεκρό ράφτη. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια αστεία, αν όχι γελοία, ιστορία αν πίσω από το γεγονός δεν διαφαινόταν η πραγματική πίστη του Σικελιανού στην προσδοκώμενη ικανότητά του να μπορεί να αναστήσει νεκρούς. Στο υπόβαθρο αυτής της επιχειρούμενης νεκρανάστασης, προβάλλεται η πίστη του ποιητή σε αποκρυφιστικές τεχνικές με τις οποίες είχε έρθει σε επαφή από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Παντελής Πρεβελάκης :
«Ήδη από τα νιάτα του, ο Σικελιανός, επηρεασμένος από το Νίτσε και τον Μπερξόν, πίστευε πως «ο Ποιητής, ο Στοχαστής, ο Μυστικός» μπορούν να εμφυσήσουν πνεύμα ζωής στην αδρανή ανθρώπινη μάζα. Αυτό το έχουν αποδείξει οι ιδρυτές των θρησκειών, πού ο Σικελιανός τούς ευλαβήθηκε πάντα ως πρότυπα ανώτερου βίου». Ένα βιβλίο πού φλόγισε τη νεανική φαντασία του ήταν οι Μεγάλοι Μύστες (Ράμα, Κρισνά, Ερμής, Μωυσής, Ορφέας, Πυθαγόρας, Πλάτων, Ιησούς) του Εδουάρδου Schuré.[1]
Η σχέση Schuré – Σικελιανού ήταν σχέση πνευματικής πατρότητας:
«Ο Σικελιανός, ως «πνευματικός γιός» (κατά τη δική του έκφραση) του Γάλλου μυσταγωγού, τον κάλεσε να παραστεί στις Δελφικές Εορτές μ' ένα γράμμα πού έχει ιδιαίτερη σημασία: «Δελφοί, 25 Δεκ. 1926. Πολύ αγαπητέ και σεβαστέ Δάσκαλε. Τα αίτια που με οδήγησαν να βάλω την πρώτη βαριά πέτρα της θεμελίωσης μιας τεράστιας πνευματικής δράσης στους Δελφούς, όλο το έργο σου, η ζωή σου, και μέσα από αυτό η ψυχή σου…».[2] (Περ. Études Néo-helléniques, (1969-1970), Aix-en-Provence-Paris 1970, σ. 88).
Όπως γράφει η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αγγέλα Καστρινάκη :
«Η σχέση του Σικελιανού με τον μυστικισμό είναι γνωστή και πολυσυζητημένη: θεωρούσε τον εαυτό του μύστη, έναν άλλον Ορφέα, χρησιμοποιούσε κατά κόρον τα γνωστικά σύμβολα, επεδίωκε την ώσμωση των θρησκειών, εντρυφούσε στα παλαιά γνωστικά συγγράμματα και στους σύγχρονους μυστικούς, κοιμόταν με τον θεόσοφο Edouard Schuré στο προσκεφάλι του, χρησιμοποίησε ως ήρωες τους Παυλικιανούς, γνωστική σέκτα του Βυζαντίου, και πολλά ακόμα…».[3]
Για να συνεχίσει Παντελής Πρεβελάκης :
«Υπό το φως αυτών των στοιχείων, ο βιογράφος του Σικελιανού μπορεί να εννοήσει μιάν εγγραφή στο Ημερολόγιο του Καζαντζάκη υπό χρονολογία 29 Νοεμβρίου 1914. Οι δυο ποιητές βρίσκονται στη Μονή Καρακάλου στο Άγιον Όρος: ‘Το βράδυ στα κρεβάτια μιλούμε πάλι για την ουσία της υπέρτατης επιθυμίας μας —να δημιουργήσουμε θρησκεία’». (Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα 1965, σ. 7).[4]
«Δελφική Ένωση»
Σημαντικό σταθμό στη ζωή τού Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Eva Parlmer, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για το σκοπό αυτό, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική αρωγή τής γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών, και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος τού οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών.[5]
Η κ. Μαντώ Μαλάμου, διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών γράφει: «Αυτή είναι σε τελική ανάλυση και η δική του πρόταση, η περίφημη Δελφική Ιδέα: η των πάντων Ενότητα ή ο επαναπροσδιονυσιασμός της ζωής, τον οποίο ο Σικελιανός επέτυχε ενοποιώντας τα έως πριν διεστώτα: τις τρεις σπουδαιότερες εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος: δηλαδή την ποίηση, τη θρησκεία και την φιλοσοφία. Αυτό επιπλέον σημαίνει την ενότητα των μεγάλων μύθων των λαών σε Ένα Νέο Παγκόσμιο Μύθο του Ανθρώπου στην εξελληνισμένη εκδοχή του. Ο Νέος αυτός Μύθος, που αποσκοπεί στην αυτοανέλιξη του ανθρώπου (σήμερα τον αντιλαμβανόμαστε ως μια πρώιμη εκδοχή New Age απόψεων), στο σικελιανικό έργο απαντά με διαφορετικές κατά καιρούς διατυπώσεις (…) Ο θρησκευτικός συγκρητισμός του Σικελιανού που καταλήγει στην υβριδιακή δημιουργία του Αναστημένου Χριστού με την κατάργηση του Εσταυρωμένου, όπως το διατύπωσε στην τελευταία του τραγωδία Ο θάνατος του Διγενή ή Χριστός Λυόμενος: ‘κάτω, κάτω ο σταυρός, πάνω ο λεύτερος Χριστός’, που αποτελεί μια εκκοσμικευμένη μορφή “θεολογίας” υιοθετεί και προβάλλει έναν χριστιανισμό χωρίς ασκητισμό‧ αυτό σε τελική ανάλυση συνιστά και Το Πάσχα των Ελλήνων»…[6]
Το θέατρο … ως τελετή μύησης
Αναφέραμε ήδη την επιρροή που είχε ο Εντουάρ Συρέ στον Σικελιανό. Σημαντική επιρροή για την Δελφική Ιδέα ήταν και ο Ζοζεφίν Πελαντάν. Ο Joséphin Péladan ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος και Ροδόσταυρος που αργότερα εντάχθηκε για λίγο στο τάγμα των Μαρτινιστών με επικεφαλής τον Papus. Ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος που είχε γράψει διάφορες προφητείες και δήλωνε την εσωτερική μορφή Ροδοσταυρισμού και οικουμενιστικού Καθολικισμού.
Σύμφωνα με τον κ. Αντώνη Γλυτζουρή (Καθηγητής της Ιστορίας Θεάτρου στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ): «Πρόκειται για δυο επιγόνους (Συρέ - Πελαντάν) του βαγκνερισμού που προχώρησαν σε μια αποκρυφιστική ερμηνεία του και συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός, κάπως ξεχασμένου σήμερα, παραπόταμου του συμβολιστικού θεάτρου. Καλλιέργησαν ένα τελετουργικό αποκρυφιστικό θέατρο που συνδύαζε το μύθο με τα ιστορικά γεγονότα, έτσι ώστε η φαντασία του ποιητή να δημιουργεί μια οικουμενική και διαχρονική ματιά. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, το θέατρο δεν αντιμετωπιζόταν τόσο ως τέχνη αλλά ως τελετή μύησης. Τα Ελευσίνια Μυστήρια θεωρούνταν η αρχαιότερη μορφή θεάτρου, ο δραματικός μύθος δεν ήταν ένα δομικό υλικό της τραγωδίας αλλά φορέας μιας θρησκευτικής αλήθειας, ο Αισχύλος ήταν τραγικός ποιητής επειδή ήταν μύστης των Ελευσινίων. Μέσα απ’ αυτή τη σχέση του θεάτρου με τον εσωτερισμό, το σύμβολο αποκτούσε περισσότερο απόκρυφη και λιγότερο καλλιτεχνική σημασία, ενώ ο ποιητής αναλάμβανε τον ηγετικό ρόλο του ιερέα και κοινωνούσε στους πιστούς-θεατές τα μυστικά δόγματα πίσω από ένα προσχηματικό πέπλο καλλιτεχνικών συμβάσεων. Ο Σικελιανός γνώριζε καλά τον Συρέ και τον Πελαντάν. Ο Έλληνας ποιητής, μάλιστα, θεωρούσε το έργο του συνέχεια εκεί νου του Συρέ, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία και τον είχε προσκαλέσει στις πρώτες Δελφικές Γιορτές. Όπως έγραφε στο Γάλλο μύστη από τους Δελφούς, το Δεκέμβριο του 1927, το βιβλίο του Συρέ Το όνειρο μιας ζωής είχε δημιουργήσει στην ψυχή του μιαν ‘ενδόμυχη ακτινοβολία’, από την οποία γεννήθηκε ένας οι¬κουμενικός πνευματικός ‘αστερισμός’. Στη συνέχεια, πρόσθετε : απ’ αυτόν τον αστερισμό έλαβα επιτέλους τη ρητή εντολή, όχι ονειρικά, όπως την έλαβε ο Αισχύλος από τον Διόνυσο, αλλά εν εγρηγόρσει, με πλήρη κοσμική συνείδηση, να δημιουργή¬σω (...) τα νέα σύμβολα και συγχρόνως αιώνια αυτής της συ-νείδησης»[7].
… προσπάθησε να αναστήσει έναν νεκρό ράφτη
Αναφερθήκαμε ήδη στον μεσσιανισμό του Σικελιανού και στη πεποίθηση ότι ο ποιητής εξισώνεται με τον Μύστη που τον καθιστά ικανό να εμφυσήσει ζωή στη νεκρή μάζα. Ο Σικελιανός μαζί με τον Καζαντζάκη επισκέφθηκαν το Άγιον Όρος στις 15 Νοεμβρίου και παρέμειναν καθ΄ όλη τη διάρκεια της σαρακοστής των Χριστουγέννων, έως τις 25 Δεκεμβρίου 1914. Αυτή η επίσκεψη δεν φαίνεται να τον βοήθησε πνευματικά. Λίγους μήνες μετά, το 1915, στη Συκιά Κορινθίας, προσπαθεί να ….αναστήσει τον νεκρό ράφτη με προτροπή της γυναίκας του. Ακολουθεί η αφήγηση του Καζαντζάκη:
«Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους• ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄ αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη• μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού• έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
— Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε• διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το ’δωκε:
— Διάβασε... μου ’πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε• σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ’γραφε η γυναίκα του.
Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
— Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκα• πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
—Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.
— Φέρ’ το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε• ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά• ο φίλος μου δάγκανε τα χείλη και περίμενε.
Σε λίγο δυο χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο• ήταν μέσα ο ράφτης.
— Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει.
Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
— Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη• τι λες, θα μπορέσω;
— Δοκίμασε, αποκρίθηκα• εγώ θα πάω περίπατο.
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος η αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’ αναστήσει το νεκρό, η, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί.»
Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει• το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό• οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο.
Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατό μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι• πρώτα πρώτα μ’ ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού• ποτέ δεν μπόρεσα ν’ αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ ανατριχιάσω από αηδία και φόβο• κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’ αναβάλω όσο μπορώ να δω πως θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ• μα που να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει• κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος• άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω• ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα• δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα• κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
— Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’ θελε να δικαιολογηθεί• θυμάσαι πως ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε• το ίδιο έκαμα κι εγώ...
Σώπασε, και σε λίγο:
— Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει• κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα• είχε μπει στο γελοίο, μα το’ χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος.
Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
— Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε• τι να κάμω;
—Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα• κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε• βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμά της τον γαλήνευαν.
— Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
— Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα• θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου• μα παλικαριά μεγάλη και ν’ αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν.....
— Εγώ θα ’θελα να ’ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα• εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα• «εγώ! εγώ!» αυτή ’ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου»[8].
Άλλες αποκρυφιστικές επιρροές
Μεταφέρουμε από το βιβλίο του καθηγητή κ. Αντώνη Γλυτζουρή: «Η σχέση του Σικελιανού με τον μυστικισμό είναι σε γενικές γραμμές, γνωστή. Εδώ θα σημειωθούν απλώς κάποιοι σύνδεσμοι του με μυστικιστικές πτυχές της ρομαντικής και νεορομαντικής δραματουργικής παράδοσης: τον Φάουστ του Γκαίτε, το Θάνατο του Εμπεδοκλή του Χέλντερλιν, τον Κάιν του Μπάιρον ή με τον Τζον Κητς και τους Πολωνούς θεατρικούς συγγραφείς Στανισλάς Βισπιάνσκι και Ανταμ Μιτσκιέβιτς (ο τελευταίος μάλιστα ευαγγελιζόταν επίσης μια μυστικιστικής τάξης αναγέννηση της αρχαίας τραγωδίας). Η παρούσα εργασία θα προσπεράσει επίσης τις συνάφειες ανάμεσα στις Δελφικές Γιορτές με τα θεατρικά οράματα του θεοσοφιστή Ρούντολφ Στάινερ ή, τέλος, με τη δραματουργία του Ρώσου μυστικιστή συμβολιστή Ντμίτρι Σεργκέγιεβιτς Μερεζκόφσκι. Ο σχετικός κατάλογος μπορεί να είναι ακόμα πιο μακρύς, μια και η σχέση του Σικελιανού με τη συμβολιστική θεατρική παράδοση δεν έχει ακόμα ερευνηθεί. Ίσως χρειάζεται όμως να σταθούμε λίγο στις σχέσεις του με το γαλλικό συμβολιστικό θέατρο, όπου και πάλι η επίδραση αφορά κυρίως τη σχέση του τελευταίου με τον αποκρυφισμό. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι ο Σικελιανός είχε μελετήσει την «πραγματική βίβλο των Συμβολιστών», το θεατρικό έργο του Villiers de l’Isle-Adam Άξελ. Στη βιβλιοθήκη του έχουν επίσης σωθεί κείμενα του συμβολιστή δραματουργού Μωρίς Μάτερλινκ, όπου και πάλι διακρίνει κανείς εκείνα που συνδέουν το Βέλγο ποιητή με τον αποκρυφισμό»[9].
Σύμφωνα με τον Παντελή Πρεβελάκη, άλλος μυσταγωγός του Σικελιανού, «κατά δική του ομολογία, υπήρξε ο J. de Strada , Γάλλος θεόσοφος και ποιητής (1821-1902). Για τούτον βλ. προχείρως 400 γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, σ. 71, σημ. 6»[10].
Και ο Σουηδός θεοσοφιστής Emanuel Swedenborg (1688-1772), «αναφέρεται ονομαστικώς και στο Ημερολόγιο του Σικελιαvoύ (φ r). Ότι ο Σικελιανός τον διάβαζε, έχουμε μίαν ένδειξη από γράμμα πού έστειλε κάποτε στον Παλαμά, όπου παραθέτει ‘τα λόγια ενός μεγάλου Νορβηγού [γράφε Σουηδού] μυστικού’»[11].
Édouard Schuré: Ο «πνευματικός πατέρας» του Σικελιανού
Ο Εντουάρ (Édouard) Schuré, Γάλλος εσωτεριστής, θαυμαστής της Blavatsky και του Rudolf Steiner, μεταξύ άλλων συνέγραψε και το βιβλίο ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΥΣΤΕΣ στο οποίο παρουσιάζει τον Θεάνθρωπο Ιησού ως έναν ακόμη «φωτισμένο» άνθρωπο ισάξιο του Βούδα του Ορφέα, του Πυθαγόρας και του Πλάτωνα.
Ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάζει ο Οσιολογιώτατος μοναχός π. Σεραφείμ Ζήσης: «Ο Καθηγητής Λούβαρις, μεταξύ άλλων έργων του, υπήρξε επόπτης εκδόσεως ενός θεμελιώδους έργου τού αποκρυφισμού τού 20ού αι., Οι Μεγάλοι Μύσται, που συνετέθη από τον Γάλλο συγγραφέα και πρώην Θεοσοφιστή Εδουάρδο Συρέ (1841-1929), ένα Εωσφοριστή και αφοσιωμένο μαθητή τού Γερμανού ιδρυτού τής Ανθρωποσοφίας, Ρούντολφ Στάινερ (πρώην Ροδοσταύρου• ο Στάινερ επαίνεσε το θεατρικό έργο τού Συρέ Τα τέκνα τού Εωσφόρου). Στο συλλογικό αυτό έργο (τών Εδ. Συρέ, Κ. Πόττερ, Κ. Μιμίκου, Ρ. Ρόλλαντ. Λ. Φίσσερ, Φούνκ και Μπρεντάνο) οι ιδρυτές όλων τών θρησκειών συλλήβδην ονομάζονται «μύστες» (ούτε καν «μυητές») και τίθενται στον ίδιο παρονομαστή, σαν να ήσαν νόμιμοι εκφραστές μιας κοινής, παγκοσμίου, θρησκευτικής πνευματικότητος. Αν και ο Λούβαρις αποστασιοποιείται από τον τρόπο που στο βιβλίο αυτό εκτίθεται η ιστορία τού Ιησού από τους Εδ. Συρέ και Κ.Φ. Πόττερ, δεν κάνει το ίδιο ως προς την διήγηση την σχετική με τον Μωυσή, μέσα στην οποία ο Κ.Φ. Πόττερ εισήγαγε πολλά αποκρυφιστικά στοιχεία, αποδίδοντας μαγικές δυνάμεις στον Μωυσή και τον Ααρών και διαζωγραφώντας την μωσαϊκή θρησκεία ως ένα βελτιωμένο αμάλγαμα πρωτογόνων, βαρβαρικών εθίμων και δεισιδαιμονιών.
Ο Λούβαρις επίσης προλόγισε ένα ακόμη από τα έργα τού Συρέ, Από την Σφίγγα στον Χριστό• μία απόκρυφη ιστορία, όπου ο συγγραφεύς επαινεί την συμβολή τού Εωσφόρου στην ανθρώπινη και συμπαντική εξέλιξη. Γράφει ο Συρέ: «Στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση η πάλη στον ουρανό καλείται “Πτώση τού Εωσφόρου”. Αυτό το γεγονός, που προηγήθηκε και προκάλεσε την δημιουργία τής Γης, δεν υπήρξε ένα τυχαίο περιστατικό. Αποτελούσε μέρος τού θείου σχεδίου, αλλά η απόφαση γι΄ αυτό αφέθηκε στην πρωτοβουλία των Δυνάμεων […] Ο Εωσφόρος δεν είναι ο Σατανάς, το Πνεύμα τού κακού, όπως τον παρέστησε η ορθόδοξη και λαϊκή παράδοση […] Θα δούμε αργότερα γιατί ο Εωσφόρος, Πνεύμα τής Γνώσεως και τής ελεύθερης Ατομικότητας, ήταν εξ ίσου αναγκαίος στον κόσμο, όσο και ο Χριστός, Πνεύμα τής Αγάπης και τής Θυσίας• πώς ολόκληρη η ανθρώπινη εξέλιξη προκύπτει από τον ανταγωνισμό τους• πώς, τέλος, η τελική και ανώτερη αρμονία τους οφείλει να επιστέψει την επιστροφή τού ανθρώπου στην θεότητα»[12].
Λίλιθ…«άγια πρωτοεικόνα,
αρχέτυπο του πάθους μου μεγάλο»
—.Έχει χαράξει μ’ αίμα,
ανάμεσα απ’ το χρόνο και την αιωνιότητα, το μέγα
το σύνορο που οι ίδιες μου οι αγρυπνίες,
παλεύοντας το Θεόν ώσμε τον όρθρο,
στο τέρμα πια το μυστικό του αγώνα,
Σαν δυο παλιοί πολεμιστές του Ομήρου,
αυτός κ’ εγώ, λογιάζω, αλλάζουμε όπλα•
κι’ ενώ, ώς λέω, το πνεύμα
το βαθύ του ανδρισμό μου, τραβηγμένο
στην ερηνιά, σάμπως λιοντάρι γλείφει
τις μαύρες του πληγές και νιώθει ακόμα
την γην από μακριά παραδομένη
στο σαρκικό μαρτύριο, με τα φώτα
του οργίου, ή με θαμπά χλομά καντήλια,
που τρεμοσβήνουν πάνω απ’ τα κρεβάτια
σαν απάνω από μηνύματα• (Λίλιθ Άγγελος Σικελιανός)
Στον «Πρόλογο» στα ποιητικά Άπαντά του ο Σικελιανός εξηγεί ότι η Λιλίθ, την οποία στο ποίημα χαρακτηρίζει «άγια πρωτοεικόνα, αρχέτυπο του πάθους μου μεγάλο» (ΛΒ Ε´ 101), «αφορά τη θηλύτητα, η οποία ανατέλλει από τα βάθη της προοντολογικής αβύσσου, ως μια δύναμη απόλυτα κι ουσιαστικά ερωτική συγχρόνως και θρησκευτική, οπού ακόμη η Δημιουργία δεν εκατόρθωσε να την προβάλει ολόκληρη στο φως της Ζωής, αλλά που πάντα καρτερεί –μέσα στα βάθη εκείνης της αβύσσου, καρφωμένη στον προαιώνιο σταυρό της [...]– το μυστικό της, το μεγάλο της, τον Άξιο Λυτρωτή (ΠΛ Α' 51-52»)[13].
Ποια είναι αυτή η Λίλιθ, η «άγια πρωτοεικόνα» του Σικελιανού. Σύμφωνα με τον κ. Ιωάννη Μηλιώνη:
«Ο δεύτερος μύθος αφορά στη Λίλιθ, την υποτιθέμενη πρώτη σύζυγο του Αδάμ, που συναντούμε σε διάφορα αρχαία θρησκεύ¬ματα και στον αποκρυφισμό. Η Λίλιθ ήταν θηλυκός δαίμονας στη μυθολογία των λα¬ών της Μεσοποταμίας, που σχετιζόταν με τον άνεμο και επιστεύετο ότι έβλαπτε τα παιδιά. Ταλμούδ και Μιντράς, εμφανί¬ζουν τη Λίλιθ σα νυχτερινό δαίμονα, που όπως λέγεται δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ, από τον ίδιο πηλό -επομένως ήταν ίση του σε όλα- αλλά αρνήθηκε υπακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέ¬ταξε μακριά του, αφού πρώτα πρόφερε το τετραγράμματο, το απαγορευμένο όνομα του Θεού.
Αναζητώντας τη Λίλιθ τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σε αρχαία Σουμερικά μυστι¬κιστικά γραπτά και φυλαχτά ως Λιλλάκε, που είναι το απόκρυφο όνομα της Θεάς Μπελίλι. Την ξανασυναντάμε ως Μπααλάτ -παράφραση του «Μπελίλι»- στους Καϊνίτες7 κι αργότερα, στις Εβραϊκές δο-ξασίες σαν θηλυκό δαίμονα της έρημου. Η πρώτη σοβαρή αναφορά της Λίλιθ γίνεται στο Εβραϊκό Ταλμούδ. Στα Καμπαλιστικά γραπτά αναφέρεται κυρίως ως σύντροφος του Σαμαήλ (του Σατανά) και ως η θηλυκή έκφρασή του. Αναφέρεται επίσης και ως η προσωποποίηση του πειρασμού της Εδέμ καθώς και ως το πρώτο Succubus.
Συναντάμε τη Λίλιθ στη ζωγραφική από το Μεσαίωνα έως τις μέρες μας, όπου ανα¬παριστάται ως ο πειρασμός του Αδάμ και της Εύας, είτε σαν φίδι με γυναικείο κεφάλι, είτε και σαν γυναίκα που τους προσφέρει τον καρπό.
Το 19ο αιώνα, ο Καρλ Γιούγκ (ψυχολόγος και αποκρυφιστής) τη χρησιμοποιεί σαν έκφραση και προσωποποίηση του αρσενικού άνιμους, της δήθεν θηλυκής πλευράς του άνδρα, που βρίσκεται καταπιεσμένη. Τον ίδιο αιώνα, η Λίλιθ αρχίζει να μεταλλάσσεται, από πλάσμα δαιμονικό σε σύμβολο θηλυκότητας. Οι φεμινίστριες -κυρίως οι προερχόμενες από τη «Θεοσοφική Εταιρία» της Έ. Π. Μπλαβάτσκυ- τη λατρεύουν ως το αυθεντικό θηλυκό ίνδαλμα που απαρνείται ακόμα και τον κήπο της Εδέμ για χάρη της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της• φυσικά η δαιμονική και η παιδοκτόνος πλευρά της παραμερίζονται τώρα και απορρίπτονται.
Τα νεοπαγανιστικά κινήματα (Wicca κ.α.) αποδέχονται τη Λίλιθ ως θεότητα-προστάτιδα της σκοτεινής γυναικείας πλευράς, αλλά και του γυναικείου ερωτισμού. Λατρεύεται όμως μέχρι τις μέρες μας και από διάφορα σκο¬τεινά τάγματα με την αρχική της μορφή, ως αρχόντισσα του σκότους και ως η ηγέτιδα των άυλων βαμπίρ (incubi και succubi).
Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι. Και οι δύο αποπλανούσαν τα αρσενικά θύματά τους και τα οδηγούσαν στο θάνατο. Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Σε ένα και μοναδικό στίχο της Παλαιάς Διαθήκης η σχετική αναφορά ερμηνεύεται από δυτικούς μετα¬φραστές κατά τρόπον που να παραπέμπει στη Λίλιθ»[14].
Ενδεικτικά αποσπάσματα…
1. «Στην ίδια σελίδα (φ 6 r), η αινιγματική εγγραφή Huysmans, Làbas θα μας οδηγήσει σέ σκέψεις πού θ' αποτελέσουν και αυτές μιάν εισαγωγή σέ όσα θ' ακολουθήσουν. Ο λόγος είναι για το μυθιστόρημα του Joris-Karl Huysmans (1848-1907) πού δημοσιεύτηκε στο Παρίσι στα 1891. Ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα σατανικό τύπο με τ' όνομα Durtal, πού προσπαθεί ν' αποδείξει ότι δεν υπάρχει υπερφυσικό, ‘είτε τούτο είναι χριστιανικό είτε όχι’. Αλλά η αποδεικτική του ακριβώς τον κάνει να προσανατολισθεί σ' έναν υπερφυσικό κόσμο ‘από την ανάποδη’, δηλαδή τη δαιμονολογία. Στις έρευνές του προσεταιρίζεται έναν αποσχηματισμένο ιερέα με τ’ όνομα Docre, πού τελεί μαύρες λειτουργίες και αποτολμά ανήκουστες ιερόσυλες πράξεις.
Ο Durtal διατηρεί επίσης φιλικές σχέσεις με μιάν ομάδα διανοούμενους, πού συνεδριάζουν τακτικά σέ έναν από τούς πύργους της εκκλησίας του Αγίου Σουλπικίου. Οι συζητήσεις τους για διάφορες μορφές σατανισμού, για τη θεία λειτουργία, το συμβολισμό της χριστιανικής τέχνης και άλλα συγγενή θέματα, εναλλάσσονται με δαιμονικές σκηνές.
Είχε διαβάσει ο Σικελιανός αυτό το παράδοξο βιβλίο πού ανήκει εξίσου στη λογοτεχνία και τη δαιμονολογία; Ή απλώς το είχε αναγράψει στο Ημερολόγιο του; Όπως και να 'ναι, στις επόμενες σελίδες (φφ 7-16) τον παρακολουθούμε να στρέφει ξαφνικά την προσοχή του στη Λειτουργικής δηλαδή στη θεωρία και ερμηνεία της δημόσιας χριστιανικής λατρείας, θέλει θαρρείς να εξαγνισθεί από το σατανισμό του Huysmans».[15]
2. «Ο Διόνυσος είναι ο αρχαίος θεός πού ο Σικελιανός τον συσχέτισε πολλές φορές με τον Ιησού». Βλ., λόγου χάρη, στη Συνείδηση της Πίστης το VI άσμα ‘Διόνυσος-Ιησούς’ (Λυρικός Βίος, Γ ' 203-14)[16].
3. «τόσο ο ένας όσο και ο άλλος (Σικελιανός – Καζαντζάκης) θεωρούν τον εαυτό τους προορισμένο για αποστολή ευρύτερη από του λογοτέχνη. Θέλουν να είναι μυσταγωγοί, προφήτες, ιδρυτές θρησκείας. Ο Καζαντζάκης —καθώς γράφει ο ίδιος— ακούει μιάν εσωτερική φωνή να του λέει: «Θα μπορούσες, παίρνοντας φόρα από τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό πού ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του ανθρώπου (Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα 1961, σ. 329)»[17] (Σημ.: Αυτό θεωρούμε αποτυπώνεται εύστοχα στα πρώτα δυό τετράστιχα του «Πέμπτου Ευαγγέλιου» του Σικελιανού: Έχει ο Ματθαίος τον Άγγελο κι ο Μάρκος το λιοντάρι, έχει ο Λουκάς στα πόδια τον το αγνό καματερό, και ο Ιωάννης δίπλα του, σκουτάρι και κοντάρι, τον Αετό, πού μ' έτοιμο τονε κοιτάει φτερό. Κ' εγώ, στερνός και ξέχωρος, μιά φούχτα ολύμπιο στάρι πού να το σπείρω σήμερα στη γη μου λαχταρώ: κάθε σπειρί, κι ατίμητο κλωνί μαργαριτάρι, κάθε σπειρί, κι αντίκλειδο στον άμετρο καιρό... [18]
4. «Στο μεταξύ, μιά άλλη ουτοπία εξάπτει τη φαντασία τους: να ιδρύσουν ένα ιδιότυπο μοναστήρι, για πνευματικούς δημιουργούς, όπως το είχε κάποτε ονειρευτεί ο Νίτσε. Ο Σικελιανός έχει κιόλας υπόψη του τον κατάλληλο Ηγούμενο και το κατάλληλο κτίσμα —«το παλάτι της Πεντέλης». Βλ. το γράμμα τού Σικελιανού στον Καζαντζάκη, 2 Δεκεμβρίου 1921 (064Μ-067Μ): ...Πώς θα καίονται μυστικά τα πάντα, όταν μιά μέρα, που θα νά 'ρθει βέβαια, θα στηθεί το μοναστήρι πού λογιάζουμε, και θα μιλούμε οι δυό μας —ή ούτε— για το Θεό, για την ψυχή μας, και για την -ψυχή τον κόσμου. Και το θάμα ξηγημένο από μιά σπίθα, της φιλίας μας, ενωμένης μες στο Θεό. [...] Μην κλονιέται η πίστη Σου ούτε μιά στιγμή, θα νά 'ταν έγκλημα εναντίον Σου, εναντίον μου, εναντίον του ίδιου [του] θεού»[19]. Η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού όταν ταξίδεψε από την Ελλάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1920, δημιούργησε στη Νέα Υόρκη ένα ιδιότυπο «Άσραμ», - μοναστήρι για τις ινδικές θρησκείες - όπου εκεί συγκέντρωσε Θεόσοφους, Μαρξιστές καθώς και διάφορους περιθωριακούς, οι οποίοι εντρύφησαν στην δελφική ιδέα ως απαρχή της δημιουργίας μιας οικουμενιστικής ιδέας.
5. «Ο Σικελιανός είχε θεωρήσει τον εαυτό του ως ένα Μύστη του τύπου πού έχει περιγράφει, ο Edouard Schuré στους Μεγάλους Μύστες και αντλούσε από μέσα του την «οντολογική βεβαιότητα» (δική του έκφραση) για το έργο πού σχεδίαζε και πού κορυφώθηκε στις Δελφικές Εορτές του 1927».[20]
6. «Κι αν σύνθεσε κι ο ίδιος ένα έργο όπου το εγώ ταυτίζεται με τον Εωσφόρο, ίσως είναι εντέλει χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν το συμπεριέλαβε στον Λυρικό βίο:.. Μα στην ψυχή μου, απάνω απ’ όλους τους καιρούς, φωτάει το πρώτο που γκρεμίστη αστέρι στην άβυσσο• και ζω• τι είμ’ απ’ αυτούς που με τον μέγαν Άγγελο έχουν πέσει απ’ την Παράδεισο ως εδώ. Και στη ζωήν αυτή και μες σε τούτο τον καιρό δεν έχω θέση• μιαν άλλη μοίρα, προαιώνια, με καλεί (.) Ψυχή, στην εξορία προσδόκα τώρα με αδάμαστην υπομονή. Θα ’ρθει κι η μέρα που τη μάχη θα σαλπίσεις, μάχη θεού κι ανθρώπου σιωπηλή• αλλ’, ω ψυχή μου, ως τότε, μην ελπίσεις»[21].
Το τέλος…
Στις 19 Ιουνίου τον επισκέφθηκε στο δωμάτιό του ο επίσκοπος των Καθολικών και πρόεδρος της κλινικής, Γεώργιος Χαλαβαζής.
«Η γαρ δύναμις του Θεού εν ασθενεία τελειούται», είπε ο Σικελιανός παραφράζοντας το ρητό του Αγίου Παύλου.
«Γιορτάζω έτσι εν θεία εξάρσει τον Απόστολον Παύλον, μια και δεν μπορώ να λάβω μέρος στας εορτάς.»
«Και αυτό θα σας ενώνει με το βλέμμα του Θεού», αποκρίθηκε ο επίσκοπος.
«Μάλιστα, το θείο θέλημα!», απάντησε ο Σικελιανός και του έσφιξε το χέρι.
Αυτά λέγεται ότι ήταν και τα τελευταία λόγια του ποιητή. Μόλις μερικά λεπτά αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.
Η κηδεία του έγινε την επομένη, στις 20 Ιουνίου του 1951, δημοσία δαπάνη μέσα στην κατάμεστη Μητρόπολη Αθηνών. Παρούσες ήταν όλες οι σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής, αλλά και πλήθος απλού κόσμου που ήθελε να αποχαιρετήσει τον «Αλαφροίσκιωτο» Λευκαδίτη.
Ο Σικελιανός φαίνεται να παλεύει μεταξύ του Χριστιανισμού και του εσωτερισμού. Κάποιοι ερευνητές βλέπουν την περίοδο του εσωτερισμού να λήγει λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του. Φέρνουν σαν επιχείρημα την συμμετοχή του ποιητή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας αλλά και στην ερμηνεία συγκεκριμένων έργων του (Πάσχα Ελλήνων). Ελπίδα μας είναι αυτό να αληθεύει. Ευχή μας και μνημόσυνο αιώνιο είναι να «δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». (Β' Τιμ. α' 18)
Σημειώσεις:
1. Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα 1965, σ. 7.
2. ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΤΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Κ' ΕΝΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ - ΑΘΗΝΑ 1990 - σελ.55
3. Αγγέλα Καστρινάκη - Πίστη, απιστία και Γνώση. Θρησκευτικές κλίσεις στη λογοτεχνία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, στη διεύθυνση.
4. ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΤΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Κ' ΕΝΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ - ΑΘΗΝΑ 1990 - σελ.55
5. Οπ.παρ.
6. Μαντώ Μαλάμου Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’30 ΚΑΙ Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΣΕ ΔΙΠΛΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
7. Αντώνη Γλυτζουρή -ΠΑΡΑΚΜΗ, ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΡΑΤΣΑΣ Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
8. Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφ ΙΘ΄, Ο φίλος μου ο ποιητής — Άγιον Όρος (σελ.191-196)
9. Αντώνη Γλυτζουρή -ΠΑΡΑΚΜΗ, ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΡΑΤΣΑΣ Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
10. Παντελής Πρεβελάκης - Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ' ένας πρόλογος Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (1990) σελ.76
11. Παντελής Πρεβελάκης - Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ' ένας πρόλογος Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (1990) σελ.80
12. Μοναχού Σεραφείμ: Στοιχεία επιδράσεως της Μασονίας στον πρώιμο ελληνικό Οικουμενισμό.
13. Αθηνάς Βογιατζόγλου-Σχόλια στην ποίηση και την ποιητική του Σικελιανού.
14. Ιωάννου Μηλιώνη: Ο «ΚΑΛΟΣ» ΜΑΓΟΣ ΑΠΕΘΑΝΕ; ΖΗΤΩ, Ο «ΚΑΛΟΣ» ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!
15. Παντελής Πρεβελάκης - Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ' ένας πρόλογος Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (1990) σελ.82-83
16. Όπ.παρ. σελ. 86
17. Όπ.παρ. σελ. 147
18. Πάσχα των Ελλήνων. IV. «Πέμπτο Ευαγγέλιο», Λυρικός Βίος, Δ' 72
19. Παντελής Πρεβελάκης - Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ' ένας πρόλογος Β' ΕΚΔΟΣΗ - ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ (1990) σελ. 166
20. Όπ.παρ. σελ. 177
21. Αγγέλα Καστρινάκη - Πίστη, απιστία και Γνώση. Θρησκευτικές κλίσεις στη λογοτεχνία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.