22 Ιανουαρίου
Tιμοθέου Ἀποστόλου Ἐπισκόπου Ἐφέσου 96 κατά Καρναβαλιστῶν
Ἀναστασίου Πέρσου Ὁσιομάρτυρος 628 κατά Περσῶν Πυρολατρῶν
Β΄ Τιμ. α΄ 3-9 • Μάρκ. ιβ΄ 13-17
Ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ὑπῆρξε ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἐνεργητικό ὄργανο τῆς θείας χάριτος στήν διαποίμανση τῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τήν διόρθωση τῶν ἠθῶν καί τήν διαφύλαξη τῆς καλῆς παραθήκης (Β΄ Τιμ. 1, 14).
Μία ἡμέρα, καθώς οἱ εἰδωλολάτρες τῆς πόλης ἑτοιμάζονταν νά τελέσουν μιά ἀπό τίς ἄθλιες ἑορτές τους, πού κατέληγαν σέ ὄργια καί φόνους, ὁ Ἅγιος Τιμόθεος προσπάθησε νά τούς λογικεύσει. Ἐκεῖνοι ὅμως, σάν θηρία ἀνήμερα, ρίχθηκαν πάνω του καί τόν ξυλοκόπησαν. Οἱ μαθητές του μόλις κατάφεραν νά τόν γλυτώσουν καί νά τόν μεταφέρουν ἡμιθανῆ σ’ ἕνα γειτονικό ὕψωμα, ὅπου μετά ἀπό λίγο παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο.
Τό σῶμα τοῦ ἁγίου Τιμοθέου ἐνταφιάσθηκε ὄχι μακριά ἀπό τόν τάφο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη καί πολύ ἀργότερα, τό 356, τά πολύτιμα λείψανά του μεταφέρθηκαν ἐν πομπῇ στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν ἅγιο Ἀρτέμιο [20 Ὀκτ.], μαζί μέ ἐκεῖνα τῶν εὐαγγελιστῶν Ἄνδρεα καί Λουκᾶ, γιά νά ἀποτεθοῦν στόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐπιτέλεσαν ἐκεῖ πολλά θαύματα, ἕως ὅτου τά ἅρπαξαν οἱ Λατίνοι Σταυροφόροι κατά τήν λεηλασία τῆς Πόλης, τό 1204.
Ὁ ἔνδοξος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσιος κάποια μέρα καθώς πήγαινε νά προσευχηθεῖ στόν Ναό τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, εἶδε μάγους νά ἐπιδίδονται σέ ζωροαστρικές τελετές. Τούς ἐπιτίμησε μέ αὐστηρότητα, λέγοντάς τους ὅτι, ὄντας περσικῆς καταγωγῆς καί γιός μάγου, εἶχε παλαιότερα ἐξαπατηθεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τίς μηχανεύσεις τῶν δαιμόνων καί ὅτι βρῆκε τό ἀληθινό φῶς καί ἔγινε χριστιανός. Τόν συνέλαβαν στρατιῶτες καί τόν ὁδήγησαν στό παλάτι τοῦ ἐπάρχου (μαρσαβανᾶ). Καθώς ὁ Ἀναστάσιος ἐπανέλαβε στόν ἔπαρχο τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, καί παρέμενε ἀκλόνητος καί ἀτάραχος στίς κολακεῖες καί στίς ἀπειλές, τόν ἔδεσαν μέ ἁλυσίδες καί τόν ἀνάγκασαν νά μεταφέρει πέτρες στό φρούριο. Κάποιοι Πέρσες τῆς περιοχῆς του, θεωρώντας ὅτι ἡ διαγωγή του ἦταν ἐπονείδιστη γιά τό γένος τους, πῆγαν στήν φυλακή καί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Ὁ ἅγιος χωρίς δισταγμό ἀπέκρουσε τά διαβήματά τους, ἀλλά ἐκεῖνοι ἔρχονταν κάθε ἡμέρα καί τόν ἔβριζαν, τόν χτυποῦσαν, ἔσκιζαν τά ροῦχα του, τοῦ ξερρίζωναν τά γένια, ἀποκαλώντας τόν τρελλό καί ἐξωμότη. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπέμενε χαρούμενος.
Μετά ἀπό πολλά καί φρικτά βασανιστήρια, τόν στραγγάλισαν καί κατόπιν τόν ἀποκεφάλισαν.