Μακαρίου Ἐπισκόπου Ἱερισσοῦ 4ος ἑορτάζεται εἰς τήν Ἱερισσόν κατά Ἀρειανισμοῦ καί κατά Νεοειδωλολάτρου Ἰουλιανοῦ Παραβάτου,
Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου Ὁσίου Αἴγυπτος 390 κατά Ἀρειανισμοῦ,
Μελετίου Μοναχοῦ τοῦ Γαλησίου Ὄρους Πόντος 1286 κατά Λατίνων,
Μάρκου Εὐγενικοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου 1444 κατά Λατίνων,
Ἀνάμνησις θαύματος στήν Νίκαια, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος ἄνοιξε τίς πύλες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παρέδωσε στούς Ὀρθοδόξους.
Μεγάλος Ἑσπερινός
Ρωμ. ιβ΄ 6-14 • Ματθ. θ΄ 1-8
Νηστεία ἄνευ οἴνου καί ἐλαίου
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κάποτε συνάντησε ἕνα αἱρετικό, πού εἶχε μέσα του δαιμόνιο καί ἰσχυριζόταν ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νά τόν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δέ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπό αὐτά, τό ἕνα πολεμᾶ τούς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σέ πάθη τερατώδη καί ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τό ἄλλο, τό ὁποῖο ὀνομάζεται καί «ἀρχικό», δημιουργεῖ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καί πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τούς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τούς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καί τούς ἀποστέλλει στούς μάγους στούς καί αἱρεσιάρχες.
Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητής τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τά πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρά τίς συμβουλές του, δέν διόρθωνε τό πάθος του αὐτό. Μέ τό προορατικό του λοιπόν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θά ξεσποῦσε ἡ ὀργή τοῦ Κυρίου ἐναντίων του. Καί πραγματικά, ὁ μαθητής του προσβλήθηκε ἀπό μία φοβερή ἀρρώστια, τήν ἐλεφαντίαση. Τό δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καί ζάρωσε.
Εἶναι πρός πνευματική μας ὠφέλεια νά ἀναφέρουμε καί ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συνέβη μέ τόν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ πού περπατοῦσε στήν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου πού εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καί τόν ρώτησε, ἄκουσε νά τοῦ λέει ὅτι μέ τίς προσευχές του ἔνιωθαν κάποια μικρή ἀνακούφιση στόν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στήν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καί προσευχόταν ὑπέρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σέ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σέ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπό τόν Ἀρειανό Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής (1283). Μετά τό 1261 ἦλθε στήν Κων/πολη καί ἀσκήτευε στό ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στίς πόλεις καί τά χωριά καί στήριζε τούς Χριστιανούς στήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ἀνῆκε στήν ὑπό τόν μετέπειτα Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283-1289) ἀνθενωτική μερίδα καί ἀγωνίσθηκε κατά τῶν ἑνωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου στή Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274). Γιά τούς ἀγῶνες του ἐξορίσθηκε. Ἔργα του ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος» καί διδασκαλία τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος (1444) ἦταν Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καί ἔλαβε μέρος στήν ἑνωτική Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). Στήν ἀρχή τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στούς Λατίνους νά ἀποβάλλουν τό τραχύ καί ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καί τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στήν εἰρήνευση, τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος καί τήν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι οἱ Λατίνοι δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καί τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος, ἀλλά ἐπεδίωκαν τήν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν Πάπα καί τήν παραδοχή ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν, θεώρησε χρέος του νά ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατά τῶν λατινικῶν σχεδίων καί τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλά καί μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κων/πολη. Γι’ αὐτό καί ἀπέκρουσε κατά τή διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τίς ἀξιώσεις καί τήν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καί ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τόν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. Ἡ μή ὑπογραφή τοῦ ἀπαράδεκτου γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ΄ τό πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος: «Ἐποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν». Ἐξορίσθηκε στή Λῆμνο δύο χρόνια.
Θαῦμα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅταν ἄνοιξε τίς πύλες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παρέδωσε στούς Ὀρθοδόξους. Κάποτε οἱ Ἀρειανοί ἐπίσκοποι μέ περίσσιο θράσος καί μέ τήν ἄδεια τοῦ βασιλιά Οὐάλη ἐκδίωξαν τόν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα τῆς Νίκαιας καί τούς Χριστιανούς τῆς πόλης καί κατέλαβαν τόν Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀφοῦ πῆρε τήν ἄδεια τοῦ βασιλιά νά διευθετήσει ὅπως αὐτός ἤθελε μέ τόν τρόπο του, ἀρκεῖ νά εἶναι δίκαιος καί γιά τά δύο μέρη, ἔφθασε στή Νίκαια καί εἶπε νά σφραγίσουν τόν Ναό καί οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἀρειανοί καί, ἀφοῦ προσευχηθοῦν πρῶτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά πάρουν αὐτοί τόν Ναό, ἐάν ὅμως ὄχι νά προσευχηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά τούς δοθεῖ καί πάλι ὁ Ναός, ἐάν ὄχι νά πάει στούς Ἀρειανούς. Συμφώνησαν ὅλοι καί περισσότερο οἱ Ἀρειανοί, ἀφοῦ πλεονεκτοῦσαν στή περίπτωση πού δέν ἄνοιγαν οἱ πύλες. Ἔτσι κι ἔγινε. Προσευχήθηκαν πρῶτα οἱ Ἀρειανοί, γιά τρεῖς ἡμέρες. Πῶς νά τούς ἀκούσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτοί τόν ὑβρίζουν; Οἱ πύλες βέβαια ἔμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο στό Ναόν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, πού ἦταν κοντά στόν Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος μέ ὅλο τό πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πῆγαν στό Μητροπολιτικό Ναό καί ὅταν ἀκούσθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος νά λέει «Εὐλογητός ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἔσπασαν οἱ μοχλοί καί οἱ κλειδαριές καί οἱ πύλες ἄνοιξαν. Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ὁ Ναός ἐπανῆλθε στούς Ὀρθοδόξους καί πολλοί ἀπό τούς πιστούς τοῦ Ἀρείου ἔγιναν Ὀρθόδοξοι.